Ομιλία του Υπουργού Γεωργίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης της Ελλάδας κ. Ανδρέα Λοβέρδου στην πανδημοτική εκδήλωση του Δήμου Πάφου για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 28η Οκτωβρίου 1940 Πολιτικά και ιστορικά διδάγματα μιας επετείου
27/10/2010Να μην μεταδοθεί πριν τις 7 μ.μ.
Κύριε Υπουργέ, κ. Δήμαρχε,
φίλοι και φίλες, κυρίες και κύριοι
Είναι ξεχωριστή η χαρά μου που βρίσκομαι μαζί σας σήμερα, εδώ στην Πάφο. Και είναι τιμή για μένα η ευκαιρία που μου δίνετε να σας απευθύνω τον λόγο αυτή την εορταστική ημέρα. Για μας τους Ελλαδίτες, που αυτήν την περίοδο παλεύουμε με τα δικά μας δύσκολα προβλήματα, η επαφή με τους συμπατριώτες εκτός των συνόρων, με τους Έλληνες της Κύπρου, με τους απόδημους όπου γης, είναι την ίδια στιγμή και αφορμή αναλογισμού και πηγή δύναμης.
Αφορμή αναλογισμού είναι γιατί μας δείχνει μια άλλη εικόνα του ελληνισμού. Ενός ελληνισμού δυναμικού, προσαρμοσμένου στις ανάγκες του σύγχρονου κόσμου, πιο σύγχρονου και πιο αποτελεσματικού. Και πηγή δύναμης, επειδή αυτός ο ελληνισμός μας ενθαρρύνει, μας εμπνέει στην προσπάθεια να βάλουμε τάξη και στα του δικού μας οίκου, μας δίνει ένα παράδειγμα επιτυχούς πορείας προς το μέλλον. Η σημερινή ευρωπαϊκή Κύπρος, με όλες τις ανοικτές πληγές που της άφησε η εισβολή του 1974 και η συνεχιζόμενη έκτοτε τουρκική κατοχή και διχοτόμηση του νησιού, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Και στο παράδειγμα αυτό, σήμερα, όλοι οι Έλληνες προσβλέπουμε με εμπιστοσύνη αλλά και υπερηφάνεια.
Συμπληρώνονται φέτος 70 χρόνια από εκείνη την 28η Οκτωβρίου του 1940 που σήμανε την είσοδο της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κάθε φορά που επανέρχεται αυτή η επέτειος, πολιτικοί και ρήτορες καλούνται στο βήμα να επικαιροποιήσουν το μήνυμά της, να την τοποθετήσουν στα σημερινά της συμφραζόμενα. Η ιστορία διδάσκει, λέει ο κοινός τόπος, και ποιος θα διαφωνούσε μ’ αυτό; Όμως αυτή είναι η μισή αλήθεια. Η ιστορία παραπλανά κιόλας, όταν δεν ξέρουμε να τη διαβάσουμε σωστά. Οι αναλογίες, οι ομοιότητες με το παρόν δεν είναι πάντοτε προφανείς, ούτε τα διδάγματα πάντα τα ίδια.
Δεν χωράει αμφιβολία ότι η 28η Οκτωβρίου του 1940 υπήρξε μια ημερομηνία σημαδιακή. Όχι όμως αδιάκριτα, για όλους τους λόγους που μπορούμε να επικαλεστούμε κάθε φορά. Κατά τη γνώμη μου, τρεις είναι οι λόγοι που βαραίνουν ιδιαίτερα και κάνουν το ΟΧΙ εκείνου του φθινοπωρινού πρωϊνού μια απόφαση διαχρονικά σημαντική και, για εμάς σήμερα, διδακτική.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι η απόφαση του ΟΧΙ, η απόφαση του ελληνισμού να αντισταθεί και να πολεμήσει, αντί να υποταχθεί και να παραδώσει γην και ύδωρ, όπως του ζητήθηκε, ήταν μια απόφαση καλοζυγισμένη. Προσέξτε, η απόφασή μας να μπούμε στον πόλεμο δεν ήταν μια απόφαση θυμική, δεν ήταν μια απόφαση ανθρώπων που αντέδρασαν απλώς με υπερηφάνεια στην ιταμή πρόκληση που δέχθηκαν. Ήταν και αυτό, βέβαια, προπάντων όμως ήταν μια απόφαση μελετημένη και, θα μου επιτρέψετε να πω, ορθολογική.
Από τα ιστορικά τεκμήρια της εποχής, ξέρουμε ποια ήταν η γεωπολιτική ανάλυση των τότε κυβερνώντων. Η Ελλάδα είναι χώρα νησιωτική και θαλασσινή. Ως εκ τούτου, και πέραν των άλλων παραγόντων που επηρέαζαν τη στάση της, δεν είχε συμφέρον να συμμαχήσει με τις ηπειρωτικές δυνάμεις του Άξονα. Από τη μια μεριά, οι βλέψεις των Ιταλών στον ελληνικό εθνικό χώρο ήταν γνωστές, και οι Βούλγαροι, σύμμαχοι από την αρχή των Γερμανών, είχαν ήδη εγγράψει προσημείωση στον ελληνικό Βορρά, τη Μακεδονία και τη Θράκη. Από την άλλη, κύρια ναυτική δύναμη στη Μεσόγειο παρέμενε η Βρετανία. Τυχόν προσχώρηση της Ελλάδας στον Άξονα θα σήμαινε τον κίνδυνο η χώρα να χάσει τα νησιά και να ακρωτηριαστεί εκ του Νότου. Κι αυτό χωρίς να εξασφαλίσει το όποιο αντιστάθμισμα. Αν η Ελλάδα είχε μια πιθανότητα να βγει ακέραιη την επαύριο του πολέμου, αυτό μόνο μέσω της σύμπραξης με τους Συμμάχους μπορούσε να επιτευχθεί.
Ο Μεταξάς δεν ήταν βέβαια φίλος της Αγγλίας. Αντίθετα, σε όλη τη σταδιοδρομία του υπήρξε γερμανόφιλος πολιτικός. Οι σχέσεις της δικτατορικής του κυβέρνησης με το 3ο Ράιχ, με τον Γκαίμπελς λ.χ., είναι επίσης γνωστές. Κι όμως, αυτός ο άνθρωπος, την κρίσιμη στιγμή είχε τη νηφαλιότητα να αποφασίσει αλλιώς, να δει ότι το δίκιο ήταν του Βενιζέλου, και να εφαρμόσει εντέλει μια πολιτική συμμαχιών βενιζελική. Η ιστορία μπορεί πολλά να του προσάψει, αυτό όμως οφείλει να του το αναγνωρίσει.
Ο δεύτερος λόγος, το ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου 1940 ήταν μια απόφαση συναινετική και ομόψυχη. Την ομοψυχία, είναι αλήθεια, την επικαλούμαστε συχνά στους λόγους και τους εορτασμούς μας, πράγμα που δείχνει πόσο σπάνια την έχουμε. Μια από τις σπάνιες αυτές στιγμές ήταν και ο Οκτώβριος του 1940. Και δεν μπορεί κανείς παρά να αποδώσει τιμή αναδρομικά στις πολιτικές δυνάμεις του τόπου που εκείνη την κρίσιμη ώρα στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Δεν ήταν εύκολο, σας θυμίζω. Την Ελλάδα κυβερνούσε σκληρή δικτατορία. Τα πολιτικά κόμματα ήταν απαγορευμένα, οι ηγέτες τους φιμωμένοι, φυλακισμένοι ή εξόριστοι. Οι αντιμεταξικές δυνάμεις, αν ήθελαν να κάνουν πόλεμο φθοράς στο καθεστώς, είχαν τότε την ευκαιρία. Δεν τη χρησιμοποίησαν όμως. Αντιθέτως, βλέπουμε τους πάντες να στοιχίζονται πίσω από την κυβέρνηση και να τάσσονται βοηθοί στον κοινό αγώνα.
Ο τρίτος λόγος ήταν ότι η απόφαση του 1940 ήταν όχι μόνο δύσκολη, αλλά και μακρόπνοη. Από τους γνώστες των πραγμάτων, κανείς εκείνην τη στιγμή δεν πίστευε ότι η μικρή Ελλάδα θα ήταν σε θέση να προβάλλει, για πολύ, σθεναρή αντίσταση στους εισβολείς. Ακόμη και αργότερα, τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1940, όταν οι ελληνικές δυνάμεις πρώτα ανέκοψαν την ιταλική διείσδυση και ύστερα προωθήθηκαν βαθιά στο αλβανικό έδαφος, οι καλά πληροφορημένοι γνώριζαν ότι η γερμανική επέμβαση είναι θέμα χρόνου. Παρ’ όλα αυτά, η χώρα δεν αποθαρρύνθηκε, δεν παραδόθηκε στη μοίρα της. Κατά κάποιον τρόπο, όλοι οι Έλληνες είχαν επίγνωση ότι ο αγώνας αυτός που μόλις ξεκίνησε, θα ήταν απλώς το πρώτο επεισόδιο μιας μακράς δοκιμασίας. Η τελική έκβαση ήταν που θα μετρούσε. Και πράγματι. Η Ελλάδα βγήκε από τον πόλεμο και την κατοχή καθημαγμένη. Βγήκε όμως ακέραιη, και μπόρεσε να ενσωματώσει επιπλέον την Δωδεκάνησο. Φυσικά, μια μεγάλη εθνική επιδίωξη, η ένωση της Ελλάδας με την Κύπρο, δεν έγινε πράξη. Όμως, η Ελλλάδα διατήρησε την εδαφική της συνοχή, προπάντων τα κεκτημένα των πολέμων του ’12-13. Και μπόρεσε να παρακαθίσει στο τραπέζι των νικητών που θα αποφάσιζαν τη μοίρα του μεταπολεμικού κόσμου.
Είπα προηγουμένως ότι η Ιστορία διδάσκει, αλλά και παραπλανά. Είμαστε λαός συναισθηματικός και αυθόρμητος και πολλές φορές αφήνουμε τον ενθουσιασμό ή την απογοήτευση να μας καθοδηγούν. Πολλές φορές λ.χ. τείνουμε να πιστέψουμε ότι ο πόλεμος του 1940 ήταν κάτι σαν θαύμα ή επέμβαση της θείας πρόνοιας, ότι μόνη η γενναιότητα του λαού μας και τα δίκαια του ελληνισμού ήταν αυτά που μας προστάτευσαν και μας έφεραν στο αίσιο τέλος.
Δεν είναι έτσι. Το ΟΧΙ εκείνου του Οκτώβρη υπήρξε, όπως θέλησα να δείξω, μια απόφαση ορθολογική, συναινετική και μακρόπνοη. Ηγεσία και λαός επέδειξαν σπάνια πολιτική ωριμότητα, στάθμισαν ορθά τα πράγματα, ομονόησαν μεταξύ τους και δεν φοβήθηκαν τις θυσίες προκειμένου να επιτύχουν το καλύτερο για τη χώρα. Αν κάτι απ’ όλα αυτά δεν συνέβαινε όπως συνέβη, αν έλειπε λ.χ. η σωστή πολιτική ανάλυση, ή η λαϊκή ομοψυχία, ή το πνεύμα της αυταπάρνησης και της ετοιμοθυσίας, η έκβαση θα ήταν διαφορετική, πολύ λιγότερο ευνοϊκή.
Αυτό το είδαμε, δυστυχώς, στη μεγαλύτερη μεταπολεμική κρίση που κλήθηκε ο ελληνισμός να αντιμετωπίσει, το κυπριακό πρόβλημα. Από τη δεκαετία του 1950 και μετά, ο κατάλογος με τα λάθη που έχουμε διαπράξει είναι μακρύς. Δεν θα σας τον θυμίσω. Συχνά εκτιμήσαμε εσφαλμένα τις διεθνείς συνθήκες, συχνά υποτιμήσαμε τον αντίπαλο και τα εμπόδια, συχνά νομίσαμε ότι αρκεί να διαλαλήσουμε τα ιστορικά δικαιώματά μας για να κερδίσουμε όσα μας οφείλονται. Σε γενικές γραμμές, μας έλειψε η στρατηγική σκέψη. Και όταν σ’ αυτό ήρθε να προστεθεί και η εγκληματική στάση του απριλιανού καθεστώτος, ήρθε η καταστροφή.
Και δεν είναι ίσως μόνο το Κυπριακό που δείχνει ότι ως πολιτική ηγεσία και ως έθνος δεν έχουμε μάθει ακόμη να αντλούμε τα σωστά πολιτικά διδάγματα από την πρόσφατη ιστορία μας. Η οικονομική κρίση που μαστίζει την Ελληνική Πολιτεία πρέπει να μας κάνει να σκεφτούμε σοβαρά: Διαθέτουμε την ορθοκρισία που απαιτούν οι ανάγκες και η στιγμή; Έχουμε κάνει όλοι, καθένας από την μεριά του, όλα όσα απαιτούνται για να εξασφαλίσουμε την συναίνεση και την ομοψυχία; Και είμαστε διατεθειμένοι να επωμιστούμε θυσίες, να ακολουθήσουμε ως το τέλος του τον δύσκολο δρόμο;
Κυρίες και κύριοι
Αφήνω σε σας να κρίνετε αν τα ερωτήματά μου αυτά είναι ή δεν είναι ρητορικά. Προσωπικά είμαι πολιτικός, άνθρωπος στρατευμένος δηλαδή, και αναγκαία αισιόδοξος. Όποιος αγωνίζεται δεν έχει την πολυτέλεια να απαισιοδοξεί. Αυτό το μάθατε κι εσείς καλά, το αργότερο από το 1974 και μετά. Όπως αρμόζει λοιπόν και σ’ εσάς και σ’ εμένα, όπως απαιτεί και αυτή η επίσημη στιγμή, επιτρέψτε μου να κλείσω αισιόδοξα: Η ιστορία μας, η ελληνική ιστορία, είναι ένα συναρπαστικό μάθημα. Μπορεί να μας εμπνεύσει όταν χρειαζόμαστε έμπνευση και να μας στηρίξει όταν διερχόμαστε δύσκολες ώρες. Μπορεί να μας διδάξει αυτά που έχουμε ανάγκη να διδαχθούμε. Με μια όμως προϋπόθεση: Ότι έχουμε μάθει να τη διαβάζουμε και, για να μπορέσουμε, να έχουμε μάθει πώς να βγάζουμε τις παρωπίδες. Τέλος, επιτρέψτε μου να ολοκληρώσω την ομιλία μου με δύο διαβεβαιώσεις: Η Ελλάδα θα βρει τον δρόμο της, θα ξεπεράσει τις δυσκολίες, θα ανακάμψει. Και δεν θα πάψει να στηρίζει με όλες της τις δυνάμεις τον αγώνα του κυπριακού λαού για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση που θα βάλει τέλος στην κατοχή και θα επανενώσει την Κύπρο.