Ομιλία του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Δημήτρη Χριστόφια με θέμα: «Το κυπριακό πρόβλημα: Πίσω στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων» στη 14η συζήτηση στρογγυλής τραπέζης του Economist, στην Αθήνα
29/04/2010
Εκφράζω τη χαρά μου που για ακόμα μια φορά συμμετέχω στη Συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης που διοργανώνει το Economist. Ένα φόρουμ καταξιωμένο, που πάντοτε παρέχει την ευκαιρία για συζήτηση και προβληματισμό σε σημαντικά και επίκαιρα θέματα.
Το θέμα της παρέμβασης μου είναι: «Το κυπριακό πρόβλημα: Πίσω στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων». Ομολογώ ότι όταν αποδέχθηκα την πρόσκληση για να παρευρεθώ και να μιλήσω στο σημερινό φόρουμ, στη σκέψη μου είχα ένα διαφορετικό περιεχόμενο για την παρέμβαση μου.
Είχα σκοπό να ενημερώσω για τις προσπάθειες που καταβάλαμε και τις πρωτοβουλίες που αναλάβαμε από την πρώτη μέρα ανάληψης των καθηκόντων μου ως Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και διαπραγματευτής της ελληνοκυπριακής πλευράς για επίτευξη λύσης στο Κυπριακό το συντομότερο δυνατόν. Η ανάδειξη, όμως, του κ. Ντερβίς Έρογλου στην ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας σε βάρος του μέχρι πρόσφατα συνομιλητή μου κ. Μεχμέτ Αλί Ταλάτ με υποχρεώνει να διαφοροποιήσω την παρέμβαση μου.
Γι’ αυτόν το λόγο θα κάνω μια πολύ συνοπτική αναφορά και αξιολόγηση των μέχρι σήμερα διαπραγματεύσεων, αρχίζοντας από τις προσπάθειες και τις πρωτοβουλίες που αναλάβαμε οι οποίες οδήγησαν στον τερματισμό της στασιμότητας στην οποία βρισκόταν το Κυπριακό για τέσσερα σχεδόν χρόνια. Οι προσπάθειες και οι πρωτοβουλίες αυτές οδήγησαν στην επανέναρξη του διαλόγου και της διαπραγμάτευσης ανάμεσα στις δύο κοινότητες της Κύπρου με στόχο την απαλλαγή από την κατοχή και την επανένωση της χώρας και του λαού μας, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Ο διακοινοτικός διάλογος είναι το μέσο για την επίλυση των ζητημάτων που αφορούν τη διάρθρωση του κυπριακού κράτους και το ρόλο των δύο κοινοτήτων σ’ αυτό, δηλαδή των εσωτερικών πτυχών του κυπριακού προβλήματος, όπως προβλέπουν πολλά Ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Από το 1974 πραγματοποιήθηκαν πολλοί κύκλοι συνομιλιών και αναλήφθηκαν πολλές πρωτοβουλίες χωρίς να καταλήξουν στο ποθούμενο που είναι η λύση.
Λύση που να προβλέπει μετεξέλιξη του ενιαίου δικοινοτικού κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ομοσπονδιακό, δικοινοτικό. Γι’ αυτήν τη λύση συμφώνησαν οι δύο κυπριακές κοινότητες από το 1977 και επαναβεβαίωσαν το 1979 στις Συμφωνίες μεταξύ των ηγετών των δύο κοινοτήτων υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Η λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας είναι ο ιστορικός συμβιβασμός της ελληνοκυπριακής κοινότητας, η οποία αποτελεί τη μεγάλη πληθυσμιακά κοινότητα, για να τερματιστεί η τουρκική κατοχή και η ντε φάκτο διαίρεση και να επανενωθεί η Κύπρος.
Η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία έχει υιοθετηθεί από πληθώρα Ψηφισμάτων του ΟΗΕ και στη βάση αυτή έχουν αναληφθεί όλες οι μέχρι τώρα προσπάθειες για επίτευξη λύσης. Ασφαλώς, για να επιλυθεί το Κυπριακό δεν είναι αρκετό να επιλυθούν οι εσωτερικές πτυχές του προβλήματος. Χρειάζεται να επιλυθούν και οι διεθνείς πτυχές που είναι η παρουσία τουρκικών στρατευμάτων, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, τα οποία κατέχουν από το 1974 μεγάλο μέρος του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι η παρουσία δεκάδων χιλιάδων εποίκων τους οποίους παράνομα έχει εγκαταστήσει η Τουρκία στο βόρειο κατεχόμενο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλοιώνοντας το δημογραφικό χαρακτήρα της χώρας. Είναι τα θέματα που αφορούν την ασφάλεια και τις εγγυήσεις, οι οποίες για μια χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αχρείαστες.
Με τις πρωτοβουλίες μας και με τη θετική ανταπόκριση από τον τέως ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας κ. Ταλάτ επαναρχίσαμε το διακοινοτικό διάλογο υπό την αιγίδα του Γ.Γ. του ΟΗΕ. Μαζί με τον κ. Ταλάτ επαναβεβαιώσαμε τη βάση της διαπραγμάτευσης σε δύο κοινά ανακοινωθέντα, της 23ης Μαΐου και της 1ης Ιουλίου 2008.
Συμφωνήσαμε ότι η λύση θα προνοεί την επανένωση της Κύπρου στα πλαίσια μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα όπως περιγράφεται στα σχετικά Ψηφίσματα του ΟΗΕ, για ένα κράτος με μια και αδιαίρετη κυριαρχία, μια ιθαγένεια και μια διεθνή προσωπικότητα.
Με τον κ. Ταλάτ και το Γ.Γ. των Ηνωμένων Εθνών είχαμε επίσης συμφωνήσει και επί της διαδικασίας των διαπραγματεύσεων. Αυτή προβλέπει την επίτευξη αμοιβαία συμφωνημένης λύσης μεταξύ των δύο κοινοτήτων, χωρίς τεχνητά χρονοδιαγράμματα και διαδικασίες επιδιαιτησίας, η οποία θα τεθεί προς έγκριση από τις δύο κοινότητες σε ταυτόχρονα και χωριστά δημοψηφίσματα.
Πάνω σ’ αυτήν τη βάση εργαστήκαμε μαζί με τον κ. Ταλάτ στο πλαίσιο των απευθείας διαπραγματεύσεων για δεκαοκτώ περίπου μήνες. Αυτές απέδωσαν αποτελέσματα, υπήρξε πρόοδος σε ορισμένες πτυχές της ουσίας του Κυπριακού, αλλά είναι αλήθεια ότι προσβλέπαμε σε μεγαλύτερη πρόοδο. Εμείς εργαστήκαμε καταθέτοντας λογικές και ρεαλιστικές προτάσεις στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων οι οποίες στηρίζονται στις αρχές λύσης του Κυπριακού. Οι προτάσεις μας λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τα καλώς νοούμενα συμφέροντα όλων των Κυπρίων, Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων, Μαρωνιτών, Αρμενίων και Λατίνων.
Η πρόοδος που προέκυψε ήταν αποτέλεσμα των συγκλίσεων τις οποίες έχουμε επιτύχει στο κεφάλαιο της διακυβέρνησης και του διαμοιρασμού εξουσίας, αλλά και στα κεφάλαια της οικονομίας και των ευρωπαϊκών θεμάτων. Σε όλες τις υπόλοιπες πτυχές –εδαφικές αναπροσαρμογές, ασφάλεια, περιουσιακό, έποικοι- αλλά ακόμα και σ’ αυτές που επιτεύχθηκαν συγκλίσεις διαπιστώθηκαν σημαντικές αποκλίσεις και διαφωνίες οι οποίες απαιτούν πολλή δουλειά για να γεφυρωθούν.
Είναι πεποίθηση μας ότι στους δεκαοκτώ μήνες των συνομιλιών με τον κ. Ταλάτ η πρόοδος που επετεύχθη θα μπορούσε να ήταν μεγαλύτερη αν η τουρκοκυπριακή κοινότητα εμφανιζόταν με στάση ανάλογη της δικής μας. Αν εμφανιζόταν αυτόφωτη χωρίς ποδηγέτηση από την Τουρκία, με πιο εποικοδομητική στάση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και εργαζόταν για τη διαμόρφωση του περιεχομένου της λύσης με συνέπεια στη βάση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Είναι γνωστό ότι οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν λόγω της διεξαγωγής ψηφοφορίας στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου για ανάδειξη ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η νίκη του κ. Έρογλου, δεδομένων των διαχρονικών διχοτομικών θέσεων του στο Κυπριακό, δημιούργησε μια δικαιολογημένη ανησυχία στον διεθνή παράγοντα για τις προοπτικές των διαπραγματεύσεων. Ομολογούμε ότι και εμείς ανησυχούμε πολύ.
Είχαμε ευθύς εξαρχής εκτιμήσει ότι η πολιτική του κ. Έρογλου θα δημιουργήσει επιπρόσθετα προβλήματα στις διαπραγματεύσεις. Τα πρώτα δείγματα από τις προσεγγίσεις του κ. ‘Ερογλου θα έλεγα ότι επιβεβαιώνουν και ενισχύουν τις ανησυχίες μας.
Το περιεχόμενο της επιστολής που απέστειλε στον Γ.Γ. του ΟΗΕ κ. Μπαν Κι Μουν αλλά και οι συνεντεύξεις και δηλώσεις του αποδεικνύουν ότι ο κ. Έρογλου συνεχίζει να διατηρεί τις ίδιες θέσεις στο Κυπριακό που διαχρονικά διακηρύσσει. Αυτές οι θέσεις κάθετα συγκρούονται με τα περί Κύπρου Ψηφίσματα του ΟΗΕ αλλά και με τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου του 1977 και ’79.
Ο κ. Έρογλου αναφέρεται στην ύπαρξη δύο λαών και δύο Δημοκρατιών στην Κύπρο. Είναι καλά γνωστό ότι με βάση τα ιστορικά δεδομένα, τις Συμφωνίες Ανακήρυξης της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά και με βάση το Σύνταγμα της χώρας στην Κύπρο υπάρχει μόνο ένας λαός που συναποτελείται από δύο κοινότητες, την ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή. Είναι γι’ αυτό άλλωστε που οι Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου μεταξύ των ηγετών των δύο κοινοτήτων προνοούν για δικοινοτική ομοσπονδία.
Η ανακήρυξη παράνομου κράτους, της λεγόμενης Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου, στο κατεχόμενο από την Τουρκία τμήμα το Νοέμβριο του 1983 καταδικάζεται από τα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ 541 και 550 ως αποσχιστική πράξη, θεωρείται άκυρη και ως μη γενόμενη και απευθύνεται έκκληση σε όλα τα κράτη να μην αναγνωρίσουν το παράνομο μόρφωμα.
Η πολιτική ισότητα στην οποία αναφέρονται τα Ψηφίσματα του ΟΗΕ, και την οποία αποδέχθηκε ο κ. Ταλάτ, είναι πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων και όχι δύο κυρίαρχων λαών, όπως υποστηρίζει ο κ. Έρογλου.
Στις δηλώσεις του κ. Έρογλου καμιά αναφορά δεν υπάρχει στη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία που αποτελεί συμφωνία μεταξύ των δύο κυπριακών κοινοτήτων, θέση του ΟΗΕ, αλλά και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων διεθνών οργανισμών. Ο κ. Έρογλου επαναλαμβάνει τη θέση του για συνεργασία δύο ξεχωριστών κρατών. Αυτό αποτελεί μοντέλο χαλαρής συνομοσπονδίας και όχι ομοσπονδίας. Η ομοσπονδία αποτελεί ένα κράτος, η συνομοσπονδία δεν αποτελεί καν κράτος.
Δεν βιαζόμαστε να καταλήξουμε σε τελικά συμπεράσματα. Αναμένουμε ψύχραιμα να διαπιστώσουμε στο διαπραγματευτικό τραπέζι ποιες πραγματικά θέσεις θα καταθέσει ο κ. Έρογλου. Θεωρούμε, όμως, χρήσιμο και απαραίτητο όπως ο διεθνής παράγοντας, τα Ηνωμένα Έθνη και η Ευρωπαϊκή Ένωση αναλάβουν τις ευθύνες τους και κινητοποιηθούν προς την κατεύθυνση του κ. Έρογλου και της Τουρκίας ζητώντας ξεκαθάρισμα των θέσεων τους.
Αυτό που επιβάλλεται να γίνει είναι να επαναβεβαιωθεί η συμφωνημένη βάση πάνω στην οποία διεξάγονται οι συνομιλίες για λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα όπως περιγράφεται στα σχετικά Ψηφίσματα του ΟΗΕ, για ένα κράτος με μια και μόνη κυριαρχία, μια ιθαγένεια και μια διεθνή προσωπικότητα. Επιβάλλεται, επίσης, η διαπραγμάτευση να συνεχιστεί στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας από το σημείο που έχει διακοπεί.
Υπάρχει ένας ουσιαστικός λόγος για να γίνει αυτό κι έχει να κάνει με την ίδια την επιδιωκόμενη λύση. Η επαναβεβαίωση της βάσης λύσης δεν θα επιτρέψει σε καμιά από τις δύο πλευρές, και ειδικά στον κ. Έρογλου με τις γνωστές διχοτομικές θέσεις του, να εκτραπεί από αυτά που οι δύο κοινότητες έχουν συμφωνήσει.
Εμείς, αμέσως μετά τη νίκη του κ. Έρογλου, με επιστολές μας προς το Γ.Γ. του ΟΗΕ και τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, αλλά και προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, επαναλάβαμε με σαφήνεια τη δέσμευση μας στη βάση λύσης καθώς και την ετοιμότητα μας για συνέχιση των διαπραγματεύσεων από το σημείο που έχουν διακοπεί. Αυτή μας η θέση χαιρετίστηκε απ’ όλους.
Η τουρκοκυπριακή κοινότητα δεν μπορεί από μόνη της να χειριστεί το Κυπριακό και προπάντων να πάρει αποφάσεις για την επίλυση του προβλήματος χωρίς τη συναίνεση και τις ανάλογες αποφάσεις της Τουρκίας. Ο ρόλος της Τουρκίας στην επίλυση του Κυπριακού, όπως και τα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του περασμένου Δεκεμβρίου διαπιστώνουν, είναι κρίσιμος.
Αυτό τον κρίσιμο ρόλο η Τουρκία, όπως πάλι διαπιστώνουν τα Συμπεράσματα, δεν τον διαδραμάτισε ως όφειλε για να επιτευχθεί λύση που να στηρίζεται στα Ψηφίσματα του ΟΗΕ και στις αρχές και αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση που καλεί την Τουρκία να εργαστεί στην πράξη για την προώθηση της λύσης και να μην μένει μόνο στις διακηρύξεις, όπως μέχρι σήμερα κάνει.
Η Τουρκία πρέπει να μεταβάλει στάση. Επιβάλλεται να εγκαταλείψει τα επικοινωνιακά τεχνάσματα και να αποδείξει στην πράξη ότι θέλει λύση του Κυπριακού. Να αποδείξει ότι σέβεται την εδαφική ακεραιότητα και την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας την οποία παραβιάζει και να ανάψει το πράσινο φως στην τουρκοκυπριακή ηγεσία για σοβαρή και αποτελεσματική διαπραγμάτευση για επίτευξη πραγματικής ομοσπονδίας.
Η Τουρκία χρειάζεται να κατανοήσει ότι η επίλυση του Κυπριακού θα την βοηθήσει να υλοποιήσει τις φιλοδοξίες της για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εμείς, ως Κυπριακή Δημοκρατία, υποστηρίζουμε την ευρωπαϊκή προοπτική και την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ένταξη της, όμως, στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να είναι και δεν είναι λευκή επιταγή. Η πρόοδος της ενταξιακής της πορείας ανάλογα σχετίζεται με το βαθμό υλοποίησης των υποχρεώσεών της. Αυτό είναι ένα αξίωμα που η Τουρκία πρέπει να λαμβάνει υπόψη και ανάλογα να ρυθμίζει τη συμπεριφορά της.
Μέχρι σήμερα η Τουρκία, σε ό,τι αφορά στις υποχρεώσεις της έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορούν την Κυπριακή Δημοκρατία, εμμένει να τηρεί άρνηση. Συνεχίζει να μην αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία και να μην ανοίγει τα λιμάνια και τα αεροδρόμια της σ’ αυτήν. Αυτό της προκαλεί προβλήματα αφού ήδη πολλά κεφάλαια της ενταξιακής της πορείας είναι παγοποιημένα.
Η επίτευξη λύσης στο Κυπριακό θα αποτελέσει καταλύτη για την προώθηση των ευρύτερων φιλοδοξιών της Τουρκίας και θα αναβαθμίσει την αξιοπιστία της. Η συνέχιση της ίδιας στάσης που εμποδίζει την επίτευξη λύσης, η συνέχιση της άρνησης της Τουρκίας να υλοποιήσει τις ευρωπαϊκές της υποχρεώσεις υποσκάπτει και θρυμματίζει την αξιοπιστία της και προκαλεί προβλήματα πρώτα απ’ όλα στον ίδιο της τον εαυτό.
Είναι φανερό ότι η επίλυση του Κυπριακού στη βάση των Ψηφισμάτων του ΟΗΕ, των αρχών του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου και των Συμφωνιών Υψηλού Επιπέδου μεταξύ των δύο κοινοτήτων θα λειτουργήσει θετικά για τη διεθνή πολιτική σκηνή, αλλά και για όλους τους παράγοντες που εμπλέκονται σ’ αυτό.
Η επίλυση του Κυπριακού θα λειτουργήσει θετικά για τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος από το 1964 ασχολείται μ’ αυτό, αφού στο πλαίσιο του διεξάγονται οι διαπραγματεύσεις και αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες για λύση.
Η επίλυση του Κυπριακού θα είναι προς όφελος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφού θα απαλλαγεί από ένα πρόβλημα το οποίο της προκαλεί διάφορες παρενέργειες.
Η λύση αναμφίβολα θα λειτουργήσει θετικά για την παραπέρα ανάπτυξη των Ελλαδοτουρκικών σχέσεων, αλλά και για τη δημιουργία προϋποθέσεων εξομάλυνσης της κατάστασης στην πολυτάραχη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
Μεγάλο θα είναι το όφελος και για την Τουρκία, όπως πιο πάνω έχουμε καταδείξει.
Το μεγαλύτερο, όμως, όφελος θα το έχει η επανενωμένη Ομοσπονδιακή Κυπριακή Δημοκρατία και ολόκληρος ο λαός της, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Η λύση θα ανοίξει νέους ορίζοντες ανάπτυξης και προόδου και οι Κύπριοι θα μπορούν να δρέπουν τους καρπούς της μόνιμης ειρήνης, ασφάλειας και ευημερίας σ’ ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος.
Η Ενωμένη Ομοσπονδιακή Κυπριακή Δημοκρατία θα είναι το στέρεο έδαφος πάνω στο οποίο Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι θα οικοδομούν το κοινό τους μέλλον και ταυτόχρονα η κάθε κοινότητα θα μπορεί να καλλιεργεί την ιδιαίτερη πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική της ταυτότητα.
Η ειρηνική, επανενωμένη και ευημερούσα Κύπρος είναι το όραμα της ζωής μου. Για την εκπλήρωση αυτού του οράματος θα συνεχίσω να δίνω όλες μου τις δυνάμεις.