NEWS AGENCY-VOULI.NET-HELLAS AND CYPRUS NEWS
Ομιλία του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Δημήτρη Χριστόφια, χθες, στο Πανεπιστήμιο Πάτρας, με θέμα: «Kυπριακό: Σημερινή φάση και προοπτικές»
20/03/2010
Επιθυμώ να σας εκφράσω θερμότατες ευχαριστίες για την εξαιρετική τιμή που μου αποδίδετε με την αναγόρευσή μου σε Επίτιμο Διδάκτορα του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου σας. Η τιμή αυτή προς το πρόσωπό μου αντανακλά την βαθιά εκτίμηση και τη συμπάθεια του ακαδημαϊκού και πνευματικού κόσμου της Πάτρας, προς ολόκληρο τον κυπριακό λαό, η οποία διαχρονικά εκφράζεται ποικιλοτρόπως. Η Κύπρος στηρίζεται πάρα πολύ στην αλληλεγγύη, τη βοήθεια και τη συμπαράσταση του πολιτικού κόσμου και του λαού της Ελλάδας.
Γι΄ αυτή τη βοήθεια είμαστε πραγματικά ευγνώμονες. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω να απευθύνω προς εσάς, τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Πατρών κ. Σταύρο Κουμπιά, τον Κοσμήτορα της Σχολής Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών, Καθηγητή κ. Χρήστο Τερέζη και τον Καθηγητή του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης κ. Σήφη Μπουζάκη. Για την ανάλυση του θέματος «Κυπριακό: σημερινή φάση και προοπτικές», είναι αναγκαίο να προβούμε σε μια συνοπτική ανάλυση της ουσίας του Κυπριακού, αλλά και των θέσεων μας αναφορικά με τις βασικές προδιαγραφές που πρέπει να έχει η επιδιωκόμενη λύση. Το Κυπριακό είναι πρόβλημα εισβολής και παράνομης κατοχής σημαντικού μέρους του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, από την Τουρκία. Η τουρκική κατοχή συνιστά παραβίαση του διεθνούς δικαίου και του Καταστατικού Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, όπως ο ίδιος ο διεθνής οργανισμός επισημαίνει σε πολλά Ψηφίσματα και αποφάσεις του. Ψηφίσματα και αποφάσεις που η Τουρκία αρνείται πεισματικά να σεβαστεί και να εφαρμόσει από το 1974.
Η Τουρκία, με την εισβολή και την κατοχή στόχευσε στη διχοτόμηση της Κύπρου και τη δημιουργία δύο ξεχωριστών κρατών στο νησί. Η διχοτόμηση αποτελούσε στόχο της Τουρκίας από τη δεκαετία του 1950, τον οποίο και προώθησε σε αντιδιαστολή με την πολιτική της ένωσης με την Ελλάδα, που ήταν ο στόχος των Ελληνοκυπρίων.
Δεν είναι αντικείμενο της ομιλίας μου η ιστορική πορεία του Κυπριακού.
Να μου επιτρέψετε, όμως, να ανοίξω μια σύντομη παρένθεση και να πω το εξής: η έλλειψη κοινού οράματος και κοινών στόχων μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων σχετικά με την προοπτική και το μέλλον της Κύπρου την εποχή της αποικιοκρατίας, έδωσε τη δυνατότητα στην αποικιοκρατική δύναμη – τη Βρετανία – να διασπάσει το λαό, να προκαλέσει συγκρούσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων και να επιβάλει λύση που βόλευε τα δικά της γεωστρατηγικά συμφέροντα. Ανάμεσα στην πολιτική για ένωση από τη μια και για διχοτόμηση από την άλλη, η Βρετανία, με τη συνέργεια των τότε ηγεσιών της Ελλάδας και της Τουρκίας επέβαλε, μέσω των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου, τη λύση ανεξαρτησίας. Μια υπό όρους και δεσμεύσεις ανεξαρτησία, στην οποία πολύ έντονα ήταν τα διαχωριστικά στοιχεία, αλλά και διάφορες άλλες πρόνοιες του Συντάγματος, που καθιστούσαν τη λειτουργία του κράτους δύσκολη.
Παρόλα αυτά, η ανεξαρτησία, έστω και ακρωτηριασμένη, ήταν μια μεγάλη ιστορική κατάκτηση, που δημιούργησε εξίσου μεγάλες προσδοκίες και άνοιγε ορίζοντες για την πρόοδο και την προκοπή της Κύπρου. Αυτές οι μεγάλες προσδοκίες, δυστυχώς, δεν δικαιώθηκαν στη συνέχεια. Οι επεμβάσεις ξένων αντικυπριακών δυνάμεων στα εσωτερικά της Κύπρου, η έλλειψη πίστης στη νεοσύστατη Δημοκρατία από κύκλους στην ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή κοινότητα, ο εθνικισμός και ο σοβινισμός που εκτράφηκε και αναπτύχθηκε στις δύο κοινότητες, οδήγησαν σε περιπέτειες, συγκρούσεις και αιματοχυσία.
Οι έξωθεν επεμβάσεις και ο εντεινόμενος σοβινισμός, μαζί με την έλλειψη εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δύο κοινότητες που ολοένα μεγάλωνε λόγω της δυσλειτουργίας του κράτους, νωρίς οδήγησε σε συγκρούσεις. Τα Χριστούγεννα του 1963, έπειτα από ένα επεισόδιο στο κέντρο της Λευκωσίας, ξέσπασαν συγκρούσεις που επεκτάθηκαν σε πάρα πολλά σημεία της Κύπρου.
Οι στιγμές αυτές αναβίωσαν τις πρώτες διακοινοτικές συγκρούσεις που συνέβησαν τη δεκαετία του ’50. Με τις αιματηρές συγκρούσεις του 1963-’64, προέκυψε ο πρώτος πληθυσμιακός διαχωρισμός με τον εγκλεισμό μεγάλου αριθμού Τουρκοκυπρίων σε θύλακες. Αυτό αποτέλεσε πολιτική επιλογή της Τουρκίας και της τότε σοβινιστικής τουρκοκυπριακής ηγεσίας, μερίδα της οποίας προωθούσε διχοτομικά σχέδια. Η εκρηκτική κατάσταση στην Κύπρο έγινε ακόμα πιο δύσκολη και η υπόσκαψη του νόμιμου κράτους πιο έντονη, όταν επιβλήθηκε στην Αθήνα η ξενοκίνητη χούντα με το πραξικόπημα του Απριλίου του 1967.
Η χούντα τροφοδότησε και στήριξε την παρανομία και την τρομοκρατία στην Κύπρο με την ίδρυση της φασιστικής οργάνωσης ΕΟΚΑ Β’. Η δράση σε βάρος του κράτους και της νομιμότητας κορυφώθηκε με το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 που ανέτρεψε τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Η Τουρκία, που από το 1964 καραδοκούσε και αναζητούσε αφορμή να εισβάλει, βρήκε την αφορμή να κινήσει την ισχυρή στρατιωτική της μηχανή και να πατήσει πόδι στην Κύπρο. Η τουρκική εισβολή, που πραγματοποιήθηκε σε δύο γύρους, επέβαλε επί του εδάφους τη λύση που η Τουρκία επεδίωκε. Τη διχοτόμηση με τον εδαφικό και πλήρη πληθυσμιακό διαχωρισμό που προκάλεσε. Ανασκοπώντας αυτή την περίοδο, δεν επιτρέπεται να αγνοούμε τον αντικυπριακό ρόλο του ιμπεριαλισμού που βρισκόταν πίσω από τα σχέδια κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Οι συνομωσίες κατά της Κύπρου εξυφαίνονταν τότε σε πρωτεύουσες ηγετικών χωρών του ΝΑΤΟ γιατί ο Μακάριος με την πλήρη υποστήριξη του λαού αρνιόταν να δεχθεί την μετατροπή του νησιού σε μια απέραντη νατοϊκή βάση. Από το 1974, ο λαός μας αγωνίζεται να τερματίσει την κατοχή, να αποκαταστήσει την ενότητα του εδάφους και του λαού, καθώς και τα ανθρώπινά του δικαιώματα και τις βασικές του ελευθερίες. Από την άλλη, οι σκληροί επεκτατικοί κύκλοι της Τουρκίας εκμεταλλεύονται την παρέλευση του χρόνου για να μονιμοποιήσουν και, προοπτικά, να νομιμοποιήσουν τα αποτελέσματα των παρανομιών της Τουρκίας στην Κύπρο και να παγιώσουν τη διχοτόμηση. Η διχοτόμηση προωθείται με διάφορους τρόπους.
Στοιχείο της διχοτομικής της πολιτικής είναι ο εποικισμός των κατεχομένων με δεκάδες χιλιάδες Τούρκους πολίτες, τους οποίους, για πάρα πολλά χρόνια, η Τουρκία μαζικά μεταφέρει στην Κύπρο. Με τον εποικισμό η Τουρκία έχει αλλοιώσει το δημογραφικό χαρακτήρα της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Στο πλαίσιο της πολιτικής της να παγιώσει τη διχοτόμηση και να δημιουργήσει δεύτερο ανεξάρτητο κράτος στο νησί, η Τουρκία προχώρησε στην ανακήρυξη ψευδοκράτους, το Νοέμβριο του 1983.
Αυτή η αποσχιστική και παράνομη ενέργεια της Τουρκίας καταδικάστηκε από τη διεθνή κοινότητα με Ψήφισμα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, το Ψήφισμα 541, το οποίο θεωρεί την ανακήρυξη ως μη γενόμενη και άκυρη και καλεί όλα τα κράτη μέλη του Οργανισμού να μην αναγνωρίσουν το ψευδοκράτος. Παρά τις έντονες και συνεχείς προσπάθειές της η Τουρκία δεν έχει κατορθώσει μέχρι σήμερα να πετύχει την αναγνώριση του ψευδοκράτους έστω και από ένα κράτος. Μόνο η ίδια το αναγνωρίζει.
Ο τερματισμός της κατοχής και των παρανομιών της Τουρκίας στην Κύπρο είναι, πρώτα και πάνω απ΄ όλα, θέμα σεβασμού του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και της διεθνούς νομιμότητας. Υπό αυτή την έννοια, το Κυπριακό είναι ένα διεθνές ζήτημα που εγείρεται ενώπιον της διεθνούς κοινότητας, η οποία καλείται να διαδραματίσει το δικό της ρόλο για να επιτευχθεί συνολική λύση στο Κυπριακό. Μια λύση που να τερματίζει την κατοχή και να επανενώνει το έδαφος, το λαό, τους θεσμούς και την οικονομία της Κύπρου. Η λύση του Κυπριακού είναι ένα από τα μεγάλα στοιχήματα που καλείται να κερδίσει η διεθνής κοινότητα, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, των οποίων η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μέλος. Ασφαλώς, η λύση του Κυπριακού αποτελεί, κυρίως, στοίχημα για τον ίδιο τον κυπριακό λαό και, ιδιαίτερα, τις δύο κοινότητες, την ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή.
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη διεθνής διάσταση του Κυπριακού. Η παράνομη παρουσία του τουρκικού στρατού στην Κύπρο, η συνεχιζόμενη εκκρεμότητα του Κυπριακού που δεν επιτρέπει την ομαλοποίηση των σχέσεων της Ελλάδας με την Τουρκία, αλλά και της Κύπρου με την Τουρκία, η παρουσία των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων, έχουν μετατρέψει το νησί σ’ ένα από τα πιο στρατιωτικοποιημένα σημεία του πλανήτη.
Σε μια διαρκή πηγή ανωμαλίας και κινδύνων στην περιοχή. Είναι αναντίλεκτο ότι η ομαλότητα, η σταθερότητα και η ειρήνη στην περιοχή, που είναι βεβαρημένη και από πολλά άλλα προβλήματα με κύριο το Παλαιστινιακό, μπορεί να εξυπηρετηθούν μόνο με τη βιώσιμη και λειτουργική επίλυση του Κυπριακού. Άρα, η λύση του Κυπριακού δεν θα αποδώσει μεγάλο κέρδος μόνο για τον κυπριακό λαό. Αυτός, βέβαια, θα πρέπει να είναι ο πρώτος κερδισμένος, γι’ αυτό και η λύση θα πρέπει να ικανοποιεί τα καλώς νοούμενα συμφέροντα των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, ολόκληρου του λαού στο σύνολό του και να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του. Αναμφίβολα, η λύση θα αποδώσει κέρδος για την Ελλάδα, για την Τουρκία, για την περιοχή και τη διεθνή κοινότητα ολόκληρη. Θα αποδώσει κέρδος για την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού το Κυπριακό μετά από την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σ΄ αυτήν, κατέστη πρόβλημα ευρωπαϊκό.
Πάνω στις στάχτες και τα ερείπια που προκάλεσε η εισβολή, ο Πρόεδρος Μακάριος προβληματίστηκε για το πώς η Κύπρος θα μπορέσει να απαλλαγεί από τις συνέπειες της τραγωδίας. Προσμετρώντας όλα τα δεδομένα και τις συνθήκες, είχε αποφασίσει να αποδεχθεί ένα ιστορικό συμβιβασμό που θα έδινε διέξοδο, θα απάλλασσε την Κύπρο από την κατοχή και θα την επανένωνε. Συνήψε τον οδυνηρό συμβιβασμό της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας. Η ομοσπονδία, ως πολιτειακό σύστημα, δεν ταίριαζε στις συνθήκες της Κύπρου πριν από το 1974. Η χώρα ήταν μικρή σε έκταση και ο λαός της, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, ζούσε ανάμικτος σε όλη την επικράτειά της. Αυτά τα δεδομένα ανατράπηκαν με την εισβολή και την κατοχή. Γι΄ αυτό ο Μακάριος, ορθά αναζήτησε λύση, η οποία να μπορεί να γίνει αποδεκτή από την Τουρκία, αλλά και να μπορεί να διασφαλίσει την ενότητα του κράτους και του λαού και να δύναται να διασφαλίσει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες του
. Ο Μακάριος υπέγραψε τη Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου του 1977 με τον τότε Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς που προνοεί για διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία. Αυτός ο συμβιβασμός επαναβεβαιώθηκε δυο χρόνια αργότερα από τη δεύτερη Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου μεταξύ του Προέδρου Σπύρου Κυπριανού και του Ραούφ Ντενκτάς. Η λύση ομοσπονδίας υιοθετήθηκε σε σωρεία Ψηφισμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Όλοι οι Πρόεδροι της Κυπριακής Δημοκρατίας, από το 1977 και εντεύθεν, διαπραγματεύθηκαν για λύση στη βάση της διζωνικής, δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Αυτός είναι ο στρατηγικός στόχος που καθοδηγούσε μέχρι σήμερα την ελληνοκυπριακή πλευρά στις διαπραγματεύσεις. Αυτός είναι ο στόχος που καθοδηγεί και εμάς σήμερα στις διαπραγματεύσεις που διεξάγουμε.
Το ομοσπονδιακό κράτος, σε αντίθεση με το ενιαίο κράτος που είναι ένα απλό, κυρίαρχο κράτος, είναι σύνθετο κράτος, που αποτελείται από δύο τουλάχιστον περιφέρειες, η καθεμιά από τις οποίες έχει τα δικά της όργανα εξουσίας (νομοθετικά, εκτελεστικά, δικαστικά) που δρουν μέσα στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που τους παραχωρεί το κεντρικό Σύνταγμα. Με τη λύση του Κυπριακού, το ενιαίο κυπριακό κράτος θα καταστεί ομοσπονδιακό με δύο περιφέρειες, καθεμιά από τις οποίες θα διοικείται από την αντίστοιχη κοινότητα. Αυτό σημαίνει ο όρος «διζωνική».
Ασφαλώς, θα υπάρχει μια κεντρική ομοσπονδιακή εξουσία, η οποία θα διασφαλίζει την ενότητα του ενωμένου ομοσπονδιακού κράτους, που θα έχει μια και μόνη κυριαρχία, μια ιθαγένεια και μια διεθνή προσωπικότητα. Οι δύο κοινότητες θα συμμετέχουν αποτελεσματικά στα όργανα και τις αποφάσεις της κεντρικής εξουσίας, όπως ο ίδιος ο ΟΗΕ καθορίζει. Αυτό το στοιχείο δεν είναι νέο, περιλαμβάνεται και στο Σύνταγμα του 1960 και σε αυτό εκφράζεται ο «δικοινοτισμός».
Για την επίτευξη λύσης, από το 1975 ακολουθείται η τακτική του διακοινοτικού διαλόγου. Της διαπραγμάτευσης, δηλαδή, όλων των πτυχών του Κυπριακού ανάμεσα στις δύο κοινότητες με στόχο την κατάληξη σε συμφωνημένη λύση. Τριάντα πέντε χρόνια διαπραγμάτευσης δεν απέδωσαν γιατί ο κρίσιμος και καθοριστικός παράγοντας για τη λύση, που είναι η Τουρκία, αρνείται να εφαρμόσει τα Ψηφίσματα του ΟΗΕ, αρνείται να εναρμονίσει τη συμπεριφορά της με το διεθνές δίκαιο. Η Τουρκία, διαχρονικά, καθοδηγείτο από τη θέση ότι το Κυπριακό λύθηκε το 1974 με την εισβολή της στο νησί. Αυτή τη θέση, όταν ο κ. Ερντογάν ανήλθε στην εξουσία, την άλλαξε. Υιοθέτησε τη θέση ότι η Τουρκία επιθυμεί λύση στο Κυπριακό και ότι γι΄ αυτήν εργάζεται.
Αυτή η αλλαγή θέσης παρέμεινε μόνο σε επίπεδο διακήρυξης, δεν είχε μέχρι σήμερα πρακτικό αντίκρισμα. Δεν βρήκε έκφραση και εφαρμογή στην πράξη. Ουσιαστικά, η Τουρκία καμιά σοβαρή κίνηση δεν έχει κάνει προς την κατεύθυνση της λύσης. Δεν έχει εφαρμόσει κανένα Ψήφισμα και καμιά απόφαση είτε του ΟΗΕ, είτε της Ευρωπαϊκής Ένωσης
. Δεν έχει εκπληρώσει καμιά από τις κυπρογενείς υποχρεώσεις της στην ενταξιακή της πορεία. Δεν έχει προωθήσει ούτε και υλοποίησε κάποιο μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης, όπως για παράδειγμα την επιστροφή της Αμμοχώστου όπως προβλέπεται τόσο στη Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου του 1979 όσο και στα Ψηφίσματα 550 και 789. Η αναντιστοιχία και η ανακολουθία της τουρκικής πολιτικής μεταξύ των διακηρύξεων και των πράξεων επισημαίνεται στα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του περασμένου Δεκεμβρίου.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, προβαίνοντας σ΄ αυτή τη διαπίστωση, καλεί την Τουρκία έμπρακτα να εργαστεί για την εξεύρεση λύσης στο Κυπριακό που να στηρίζεται στα σχετικά Ψηφίσματα του ΟΗΕ. Η Τουρκία έχει και ισχυρό κίνητρο και συμφέρον να εργαστεί για επίτευξη λύσης, που να στηρίζεται στις αρχές του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου, στα Ψηφίσματα του ΟΗΕ και στις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου που προνοούν για διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία. Το κίνητρο αυτό βρίσκεται στην ευρωπαϊκή της προοπτική. Βρίσκεται στις προσδοκίες της να καταστεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είναι γνωστό ότι η Τουρκία βρίσκεται σε ενταξιακή πορεία, η οποία την υποχρεώνει να προβεί σε αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στην οικονομία, την κοινωνία και το νομικό της σύστημα. Οι δυσκολίες και τα εμπόδια που αντιμετωπίζει στη διαδικασία εναρμόνισής της είναι πολύ μεγάλα, όπως μεγάλη είναι και η καθυστέρηση που ήδη σημειώνεται. Ένα από τα πιο σημαντικά εμπόδια που συναντά στον ευρωπαϊκό της δρόμο είναι το Κυπριακό.
Η Τουρκία τίποτα δεν έχει υλοποιήσει απ΄ όσα προνοούνται στο Επιπρόσθετο Πρωτόκολλο της Συμφωνίας της Άγκυρας και αφορούν την Κύπρο. Γι΄ αυτή την απαράδεκτη συμπεριφορά, η Τουρκία είχε προειδοποιηθεί τον Δεκέμβριο του 2006, όταν με απόφαση του Συμβουλίου παγοποιήθηκαν 8 κεφάλαια που έχουν σχέση με την Κύπρο.
Τον περασμένο Δεκέμβριο, η Κυπριακή Δημοκρατία, ασκώντας τα δικαιώματά της, αποφάσισε το πάγωμα άλλων 6 κεφαλαίων, γιατί η Τουρκία συνεχίζει να μην εκπληρώνει τις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει έναντι ενός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό επιβάρυνε, ακόμα περισσότερο, την κατάσταση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, σε σημείο που ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών κ. Νταβούτογλου δημόσια να παραδέχεται ότι η χώρα του δεν έχει πολλά περιθώρια να κινηθεί σε σχέση με την ενταξιακή της πορεία. Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θέλει ούτε και επιδιώκει την πρόκληση προβλημάτων στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Τουναντίον. Η Κύπρος υποστηρίζει τις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες και την πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να γίνεται κατ΄ επιλογήν.
Η εναρμόνιση με τις απαιτήσεις και τα κριτήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μια διαδικασία από την οποία πέρασαν όλα τα κράτη μέλη για να ενταχθούν στην Ένωση. Σε κανένα δεν έγιναν εξαιρέσεις και δεν μπορεί να γίνει για την Τουρκία. Πόσο μάλλον που η Τουρκία παράνομα κατέχει έδαφος ενός κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο αρνείται να αναγνωρίσει και να εφαρμόσει τις υποχρεώσεις του έναντί της. Είναι φανερό ότι η Τουρκία πληρώνει τα επίχειρα των δικών της πράξεων και των δικών της παραλείψεων. Στο χέρι της είναι να διευκολύνει τη θέση της για να μπορέσει να εκπληρώσει τα ευρωπαϊκά της όνειρα. Και αυτό μπορεί να γίνει αν η Τουρκία εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της και συνεργαστεί για την επίτευξη λύσης στο Κυπριακό. Εδώ βρίσκεται το κίνητρό της, εδώ βρίσκονται τα καλώς νοούμενα συμφέροντά της και ενόσω αρνείται να το αντιληφθεί προκαλεί ζημιά στις φιλοδοξίες της και στον ίδιο της τον εαυτό. Η Τουρκία επιβάλλεται να αποδεσμευθεί από το κακό παρελθόν της, για να μπορέσει να προχωρήσει μπροστά. Αυτό είναι ένα μεγάλο στοίχημα που η ίδια καλείται να κερδίσει.
Στο εσωτερικό της χώρας, για μερικά χρόνια τώρα, εκτυλίσσεται μια έντονη αντιπαράθεση μεταξύ της Κυβέρνησης και του κόμματος του κ. Ερντογάν και των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων από τη μια, και του βαθέως κράτους και του κεμαλικού κατεστημένου που υπάρχει και δρα στο στρατό και τη δικαστική εξουσία από την άλλη. Αυτή η αντιπαράθεση προκαλεί διάφορα προβλήματα και παρενέργειες στις διαδικασίες μεταρρύθμισης της χώρας. Η προσπάθεια του κ. Ερντογάν να θέσει στο περιθώριο τους στρατιωτικούς, η αντίδραση και η άρνησή τους να απολέσουν προνόμια και ρόλους στην κοινωνία, δημιουργεί αντιπαραθέσεις που ενίοτε φθάνουν μέχρι και την ανοικτή σύγκρουση. Τις συγκρουσιακές καταστάσεις, συνήθως, ακολουθούν οι συμβιβασμοί για αποκατάσταση λεπτών ισορροπιών. Ένα τέτοιο παράδειγμα συμβιβασμού και λεπτής ισορροπίας παρατηρήθηκε πριν από ένα περίπου χρόνο, όταν εισαγγελέας της χώρας προσπάθησε με δικαστικά μέσα να θέσει εκτός νόμου το κυβερνών κόμμα και να αφαιρέσει τα πολιτικά δικαιώματα από κορυφαία στελέχη του κυβερνώντος κόμματος, περιλαμβανομένων των κ. Ερντογάν και κ. Γικούλ. Τελικά, αυτό απεφεύχθη έπειτα από το αρνητικό οριακό αποτέλεσμα στο Δικαστήριο.
Πολλά λέχθηκαν για την κατάληξη της όλης υπόθεσης. Η δική μας εκτίμηση είναι ότι σε αυτή την περίπτωση μάλλον επήλθε συμβιβασμός με αντίτιμο, από μέρους του κ. Ερντογάν, τη συνδιαχείριση των λεγόμενων εθνικών θεμάτων της Τουρκίας, στα οποία περίοπτη θέση έχει το Κυπριακό, από τους στρατιωτικούς και την κυβερνητική ελίτ. Αν αυτό συμβαίνει, είναι αρνητική εξέλιξη για τις προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού, δεδομένων των θέσεων του βαθέως κράτους της Τουρκίας, στις οποίες έχουμε αναφερθεί προηγουμένως. Συμπρωταγωνιστές στην επίλυση του Κυπριακού, είναι με βάση τα Ψηφίσματα του ΟΗΕ οι δύο κοινότητες της Κύπρου, η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή. Αν οι δύο κοινότητες θέλουν και επιθυμούν τη λύση του Κυπριακού και από κοινού εργάζονται για την επίτευξή της, τότε δημιουργούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις και συνθήκες για να καταλήξουν σε αυτήν. Αν δεν επιθυμούν λύση, τότε, φυσιολογικά εκλείπουν οι προϋποθέσεις για επίτευξή της.
Η κατανόηση αυτής της πραγματικότητας οδήγησε στην αποδοχή του διακοινοτικού διαλόγου ως του μέσου για κατάληξη σε συμφωνία. Ο διακοινοτικός διάλογος διεξάγεται στο πλαίσιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα. Ο διακοινοτικός διάλογος δεν καταργεί ούτε και ακυρώνει τις ευθύνες της Τουρκίας στο Κυπριακό, οι οποίες είναι καταγεγραμμένες. Υπογραμμίζει, όμως, το γεγονός ότι ο λαός της Κύπρου, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, θα πρέπει να αποφασίσει για το περιεχόμενο της λύσης. Αυτό είναι πολύ σημαντικό.
Η παγκόσμια πολιτική ιστορία διδάσκει ότι, όπου επιβλήθηκαν λύσεις, αυτές συνήθως ήταν αντιδημοκρατικές και οδηγούσαν σε νέα προβλήματα και περιπέτειες. Δοτή ήταν και η λύση που επιβλήθηκε στην Κύπρο το 1960. Έχοντας υπόψη τα προβλήματα και τις τραγωδίες που ζήσαμε, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονίζεται ότι οι ιδιοκτήτες της διαδικασίας επίλυσης του Κυπριακού, θα πρέπει να είναι οι Κύπριοι. Αυτό φροντίσαμε να το επαναβεβαιώσουμε, όταν με δικές μας πρωτοβουλίες επανάρχιζε ο διακοινοτικός διάλογος. Διεκδικήσαμε και πείσαμε τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών ότι η διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού είναι κυπριακής ιδιοκτησίας. Μ’ αυτό τον τρόπο αποκλείσαμε την όποια πιθανότητα προτάσεις λύσης να έλθουν απ’ έξω, αποκλείσαμε την επιβολή επιδιαιτησίας και τεχνητών χρονοδιαγραμμάτων.
Έτσι, αποφύγαμε την πιθανότητα επανάληψης του ίδιου σεναρίου με αυτό του 2004, όταν ενώπιον του λαού μας τέθηκε ένα σχέδιο λύσης που ήταν αποτέλεσμα επιδιαιτησίας και όχι συμφωνίας ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Όταν ο λαός με την ψήφο του μας ανέδειξε στην προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας, το Κυπριακό βρισκόταν σε στασιμότητα, η οποία προκλήθηκε από την αποτυχία της πρωτοβουλίας του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ κ. Κόφι Ανάν, το 2004. Κύκλοι της διεθνούς κοινότητας άδικα χρέωναν με ευθύνες την ελληνοκυπριακή πλευρά για την αποτυχία της τότε πρωτοβουλίας, ενώ η Τουρκία εκμεταλλευόταν το γενικότερο κλίμα που είχε δημιουργηθεί σε βάρος των Ελληνοκυπρίων για να προωθεί την αναβάθμιση του ψευδοκράτους με πρόσχημα την έξοδο των Τουρκοκυπρίων από τη λεγόμενη απομόνωση. Από την πρώτη στιγμή που αναλάβαμε καθήκοντα θέσαμε δύο στόχους: Πρώτον, την επανέναρξη του διαλόγου μεταξύ των δύο κοινοτήτων και δεύτερον, να βγει η Κύπρος από τη γωνιά και να αναζωογονηθεί το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας για το Κυπριακό. Και τους δύο στόχους κατορθώσαμε να τους εκπληρώσουμε σύντομα.
Με δική μας πρωτοβουλία επιδιώξαμε και πετύχαμε συνάντηση με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη κ. Ταλάτ, στην οποία αποφασίσαμε τη σύσταση Ομάδων Εργασίας και Τεχνικών Επιτροπών για συζήτηση της ουσίας του Κυπριακού, αλλά και μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, στοχεύσαμε τη δημιουργία κατάλληλου εδάφους για έναρξη απευθείας διαπραγματεύσεων μεταξύ των ηγετών των δύο κοινοτήτων. Αυτή η προπαρασκευαστική περίοδος διήρκεσε τέσσερις σχεδόν μήνες.
Οι Ομάδες Εργασίας συζήτησαν για τα κεφάλαια της διακυβέρνησης και του διαμοιρασμού εξουσίας, του περιουσιακού, της οικονομίας, των ευρωπαϊκών θεμάτων, του εδαφικού και της ασφάλειας/ εγγυήσεων. Συν τω χρόνω, πραγματοποιήθηκαν τέσσερις συναντήσεις μεταξύ των ηγετών των δύο κοινοτήτων. Αυτές οι συναντήσεις απέδωσαν την έκδοση δύο ανακοινωθέντων, στις 23 Μαΐου και την 1η Ιουλίου, τα οποία επαναβεβαίωσαν τη βάση λύσης για διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα όπως περιγράφεται στα σχετικά Ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και την διεύρυναν με την αναφορά ότι το ομοσπονδιακό κράτος θα έχει μια και μόνη κυριαρχία, μια ιθαγένεια και μια διεθνή προσωπικότητα. Συνεκτιμώντας όλα τα δεδομένα, στις 25 Ιουλίου 2008 συλλογικά η πολιτική ηγεσία του τόπου αποφάσισε την έναρξη των απευθείας διαπραγματεύσεων. Αυτές άρχισαν στις 3 Σεπτεμβρίου 2008.
Οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται στη βάση της αρχής ότι «τίποτα δεν θεωρείται συμφωνημένο αν δεν συμφωνηθούν όλα». Αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να συζητούμε κατά σειρά διάφορα κεφάλαια της ουσίας του Κυπριακού, να καταγράφουμε τις συγκλίσεις και τις αποκλίσεις, να προχωρούμε στη συζήτηση άλλων κεφαλαίων και μετά να επανερχόμαστε. Αυτό βοηθά στη δημιουργία μιας σφαιρικής εικόνας για τις θέσεις των δύο πλευρών στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και την επίδειξη της ανάλογης ευελιξίας. Από την έναρξη των διαπραγματεύσεων, έχουν πραγματοποιηθεί δεκάδες συναντήσεις, στις οποίες συζητήθηκαν όλα τα κεφάλαια της ουσίας του Κυπριακού. Ο συνολικός αριθμός των συναντήσεων ανήλθε σε 78, περιλαμβανομένων και των συναντήσεων στο πλαίσιο των εντατικοποιημένων διαπραγματεύσεων.
Συνολικά, αποτιμώντας την πορεία των διαπραγματεύσεων, θα λέγαμε ότι αυτές, έστω και με πολλές δυσκολίες, απέδωσαν συγκεκριμένα αποτελέσματα. Επιτεύχθηκε πρόοδος στο κεφάλαιο της διακυβέρνησης και του διαμοιρασμού εξουσίας, κεφάλαιο το οποίο είναι πολύ σημαντικό για τη λειτουργικότητα του κράτους. Σ΄ αυτό το κεφάλαιο επιτεύχθηκε σημαντικός αριθμός συγκλίσεων.
Υπάρχουν βέβαια ακόμα σημαντικές αρμοδιότητες και άλλα ζητήματα που δεν έχουν πλήρως συμφωνηθεί, όπως είναι το θέμα της εκτελεστικής εξουσίας ή πού υπάρχουν διαφωνίες όπως είναι το θέμα της άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Λιγότερες συγκλίσεις έχουμε πετύχει στα κεφάλαια της οικονομίας και των ευρωπαϊκών θεμάτων. Στα υπόλοιπα κεφάλαια οι αποκλίσεις και οι διαφωνίες υπερτερούν των συγκλίσεων. Ανεξαρτήτως των δυσκολιών, των εμποδίων και των προβλημάτων, που από την αρχή γνωρίζαμε ότι θα συναντούσαμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, πεποίθησή μας είναι ότι, μέσα από σκληρή διαπραγμάτευση και δουλειά, μπορεί να επιτευχθεί λύση. Προοπτικές για λύση υπάρχουν.
Για να μπορέσουν, όμως, αυτές τελικά να ευοδωθούν, επιβάλλεται η τουρκική πλευρά να προσέρχεται στη διαπραγμάτευση με πιο εποικοδομητικές θέσεις. Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία θα πρέπει να αποφασίσει να λειτουργήσει προς την κατεύθυνση της λύσης και να αφήσει περιθώρια διαπραγμάτευσης στον Τουρκοκύπριο ηγέτη. Ενώπιόν μας βρίσκονται οι λεγόμενες εκλογές στα κατεχόμενα. Δεν είναι αρμοδιότητα δική μας ο καθορισμός του συνομιλητή της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Αυτό είναι υπόθεση των Τουρκοκυπρίων. Είναι σημαντικό ο Τουρκοκύπριος συνομιλητής να συνεχίσει να συζητά μαζί μας στη βάση που έχουμε συμφωνήσει με τον κ. Ταλάτ. Αν ο Τουρκοκύπριος διαπραγματευτής τάσσεται εναντίον της ομοσπονδίας και η πολιτική του στοχεύει στην ύπαρξη δύο ανεξαρτήτων κρατών στο νησί, είναι φανερό ότι θα οδηγηθούμε σε νέα αδιέξοδα και σε στασιμότητα, η οποία θα προκαλέσει τεράστια ζημιά στο σύνολο του λαού μας και θα μας οδηγήσει σε νέα οπισθοδρόμηση.
Ο διεθνής παράγοντας, και, ειδικά η Ευρωπαϊκή Ένωση, θα πρέπει με περισσότερη αποφασιστικότητα να ασκήσει την επιρροή του για να πεισθεί η Τουρκία να αλλάξει τη στάση της. Εμείς, θα συνεχίσουμε να αναδεικνύουμε αυτή την αναγκαιότητα. Θα συνεχίσουμε να αναπτύσσουμε έντονη και στοχευμένη διεθνή δραστηριότητα, προς την κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των πέντε Μονίμων Μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας και αλλού, για να εκδηλώνεται η διεθνής παρέμβαση πάνω σε ορθή βάση και προς τη σωστή κατεύθυνση. Θα συνεχίσουμε, ασφαλώς, να προσερχόμαστε στις διαπραγματεύσεις με καλή θέληση και ρεαλισμό τον οποίο εμείς στηρίζουμε σε αρχές. Δεν είμαστε μαξιμαλιστές, γιατί ο μαξιμαλισμός με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί στη διατήρηση της ντε φάκτο διαίρεσης που βολεύει τους θιασώτες της διχοτόμησης. Επειγόμαστε για λύση γιατί ο χρόνος παγιώνει επί του εδάφους τα τετελεσμένα της εισβολής και της κατοχής και δημιουργεί νέα προβλήματα.
Ο παράγοντας του χρόνου είναι κρίσιμης σημασίας, αλλά για χάρη του χρόνου δεν πρόκειται να θυσιάσουμε την ποιότητα της λύσης. Δεν αποδεχόμαστε μια όποια λύση που δεν θα πληροί κάποιες βασικές αρχές δικαιοσύνης και λειτουργικότητας. Δεν αποδεχόμαστε λύση που δεν θα αποκαθιστά τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες ολόκληρου του λαού. Είμαστε πεπεισμένοι ότι, στο πλαίσιο της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας μπορούν να διασφαλιστούν όλα τα πιο πάνω.
Γι΄ αυτό άλλωστε εργαζόμαστε. Οι προτάσεις που καταθέτουμε στο διαπραγματευτικό τραπέζι έχουν το στοιχείο της υπέρβασης των διαχωριστικών στοιχείων που υπάρχουν στο Σύνταγμα του ΄60 και που αποτέλεσαν πηγή για ύπαρξη προβλημάτων.
Οι θέσεις μας λαμβάνουν υπόψη τόσο τα συμφέροντα των Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων, που είναι και οι δυο τους παιδιά της ίδιας μάνας γης, της Κύπρου. Οι θέσεις μας, προωθούν την ανάμειξη του πληθυσμού, τη συναίνεση, τη συνυπευθυνότητα μεταξύ των δύο κοινοτήτων για το παρόν και το μέλλον της κοινής τους πατρίδας. Προωθούν τη μετατροπή των Κυπρίων σε πραγματικούς αφέντες στον τόπο τους χωρίς κανένας ξένος να μπορεί να επέμβει στα εσωτερικά ζητήματα της Κύπρου. Είμαστε πεπεισμένοι ότι η λύση του Κυπριακού μπορεί να αποτελέσει μια κατάσταση νίκης για όλους τους εμπλεκομένους. Και πρώτα απ’ όλα για το λαό μας. Για την Κύπρο.